- μορέη
- μορέαmulberry-treefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορέα — η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα) το δέντρο μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ έα: μήλον, συκ έα: σῦκον)] … Dictionary of Greek